ποδοσφαίριση

ποδοσφαίριση
η
βλ. ποδόσφαιρο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ποδοσφαίριση — η, Ν το ποδόσφαιρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδόσφαιρο + κατάλ. ιση (πρβλ. καλαθοσφαίρ ιση)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”